ἰσολογία

ἰσολογία
ἰσολογίᾱ , ἰσολογία
counterbalancing arguments
fem nom/voc/acc dual
ἰσολογίᾱ , ἰσολογία
counterbalancing arguments
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισολογία — ἰσολογία, ἡ (Α) 1. ισηγορία, παρρησία, ελευθερία τού λόγου 2. στον πληθ. αἱ ἰσολογίαι επιχειρήματα ίσης αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. μακρο λογία, υστερο λογία] …   Dictionary of Greek

  • ἰσολογίας — ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc pl ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσολογίαν — ἰσολογίᾱν , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”